ἐπιβοήθεια

ἐπιβοήθεια
ἐπιβοήθεια
coming to aid
fem nom/voc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • επιβοήθεια — η (AM ἐπιβοήθεια) νεοελλ. πρόσθετη βοήθεια αρχ. το να σπεύδουν να βοηθήσουν, η επικουρία …   Dictionary of Greek

  • ἐπιβοηθείας — ἐπιβοηθείᾱς , ἐπιβοήθεια coming to aid fem acc pl ἐπιβοηθείᾱς , ἐπιβοήθεια coming to aid fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιβοήθειαι — ἐπιβοήθεια coming to aid fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιβοήθειαν — ἐπιβοήθεια coming to aid fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”